ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακούτσικος (επίθ.) κακούσ̑κος [kaˈkuʃkos] Φάρασ. Από το επίθ. κακός και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος Πβ. κακός
Καυτερούτσικος : Γυρεύκαμε στυφούσ̑κα αν ήτουνε σ̑ην κοιλία κορίτσι, και αν ήτουνε αγόρι, κακούσ̑κα, σκόρδα, πιπέρι (Επιθυμούσαμε (εμείς οι έγκυες) ξινούτσικα αν ήταν στην κοιλιά κορίτσι, και αν ήταν αγόρι καυτερούτσικα, σκόρδα, πιπέρι) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142