ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κακούτσικος (επίθ.) κακούσ̑κος [kaˈkuʃkos] Φάρασ. Από το επίθ. κακός και το υποκορ. επίθμ. -ούτσικος Πβ. κακός :4
1. Ανήθικος, κακός ό.π.τ. : Θεγός να σε φυλάκνει ασ’ σον κακόν άθρωπο (Ο Θεός να σε φυλάει από τον κακό άνθρωπο) Ανακ. -Κωστ.Α. Είσ̑εν κακό ψ̑υσ̑ή (Είχε κακιά ψυχή) Ανακ. -Κωστ.Α. Αν έν' κακό ψυή, τσαπαλαdά (Αν είναι κακή ψυχή, βασανίζεται, ενν. μέχρι να ξεψυχήσει) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. πίσι
2. Δυσοίωνος Μισθ. : || Φρ. Τι κακό χρονικό ’ναι (Κακό χρόνο να έχεις˙ αρά ή έκφραση δυσαρέσκειας) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Βλαβερός, επιζήμιος Ανακ., Δίλ. : Ένα κακό αέρας νίγονdαι διαβόλ’ σον γκόσμο (Ένας κακός αέρας σημαίνει πως υπάρχουν διάβολοι στον κόσμο) Ανακ. -Κωστ.Α. Το αγμάλωτο ποίκε ένα κακό όργο (Το καημένο το παιδί έκανε μιά παλιοδουλειά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Μαρτιού βρονdός, κακό βρονdός (Του Μάρτη βροντή, κακή βροντή˙ η κακοκαιρία του Μαρτίου είναι επιζήμια για την σοδειά) Δίλ. -Κωστ.Μ.
4. Καυτερός Φάρασ. : Κακό πιπέρι – κρομμύδι (καυτερό πιπέρι - κρεμμύδι) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. α̈́ρ’ ν’dα κατένκα του χα χαθεί ο τατά μου, χα ν’dα δώσω σ’ αν γκακό κρομμύδι (Αν το ήξερα ότι θα πέθαινε ο πατέρας μου, θα τον πουλούσα για ένα καυτερό κρεμμύδι˙ ως απάντηση εκείνου που κατηγορείται ότι δεν προέβλεψε κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.