ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλάθι (ουσ. ουδ.) καλάθ' [kaˈlaθ] Ανακ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. καλάτ' [kaˈlat] Φερτάκ. καλάσι [kaˈlasi] Σίλ. καλάγ̑’ [kaˈlaʝ] Αξ., Σεμέντρ. καλάι [kaˈlai] Μισθ., Σεμέντρ. καλάρ' [kaˈlar] Αραβαν., Γούρδ. Μεταγν. ουσ. καλάθιον.
1. Καλάθι ό.π.τ. : Άνοιξε το καλάρ' για να μάχει τσί έχ' απέσω τ' (Άνοιξε το καλάθι για να μάθει τι έχει μέσα του) Γούρδ. -Καράμπ. Μι ντα καλάϊα κουβάλειναμ' ντα σταφύλια σου τρύγος (Με τα καλάθια κουβαλάγαμε τα σταφύλια στον τρύγο) Μισθ. -Κοτσαν. Γιομών', ξομών' ένα καλάθ' σ̑ύκες (Γεμίζει, καλογεμίζει ένα καλάθι σύκα) Φλογ. -Dawk. Χέκουμ' τσ̑ι δου καλάι ντου γαϊdούρ' (Βάζουμε και το καλάθι πάνω στο γαϊδούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Φέρισκαν και τ’ άλογα τ’νε με τα μεγάλα τα καλάτια (Έφερναν και τα άλογά τους με τα μεγάλα τα καλάθια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παίνισκαμ’ με το καλάθ’ να φέρουμ’ σταφύλια (Πηγαίναμε με το καλάθι να φέρουμε σταφύλια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κουφό καλάρ' (Κουφό καλάθι˙ βαρήκοος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Χάσεν τα εβγά με το καλάγ̑' (Έχασε τ' αβγά με το καλάθι˙ όταν κανείς τα χάνει όλα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Χάσεν τα ωβγά με τα καλάθια (Έχασε τα αβγά με τα καλάθια˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. κοφίνι, σεπέτι
β. Ειδικότ., κυκλικό, αβαθές ψάθινο ζεμπίλι όπου τοποθετούνταν ο πολτός του λινόσπορου για να πιεστεί για την εξαγωγή λινέλαιου Αξ.
2. Kατά πληθ. τα πλευρά του ανθρώπου Ανακ., Αξ., Μισθ., Φλογ. : Τα καλάγια σ' τσακώνω τα (Θα σου σπάσω τα πλευρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εγιά 'ς τα καλάγια μ' σέμεν 'να άνομος (Εδώ στα πλευρά μου μπήκε ένας άνεμος, ένας πόνος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αυτά τα καλάια τ’ ούλα τσ̑άκουσαν τα (Εδώ τα πλευρά τους όλα τα έσπασαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντιάσκαλε το κιριάζ-ου-τ’ το σον, τα καλάγια τ’ τα ’μόν (Δάσκαλε το κρέας του δικό σου, τα κόκκαλά του δικά μου) Αξ. -Μαυροχ.