καλάι
(ουσ. ουδ.)
καλάι
[kaˈlai]
Σινασσ.
qαλάι
[qaˈlai]
Μαλακ.
γαλάι
[ɣaˈlai]
Μισθ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. καλάϊ (LBG), το οπ. από το αραβ. ḳalāˁī/ḳalˁī . Πβ. και τουρκ. kalay.
Κασσίτερος, μέταλλο που χρησιμοποιείται για την επίχριση χάλκινων σκευών
ό.π.τ.