καλαμπαλίκι
(ουσ. ουδ.)
qαλαbαλίκ'
[qalabaˈlik]
Μαλακ.
κ͑αλαbαλι̂́χ'
[kʰalabaˈlɯx]
Φλογ.
qαλαπαλι̂́χ
[qalapaˈlɯx]
Φλογ.
γαλαbαλίχ̇
[ɣalabaˈlix]
Σινασσ.
γαλαbαλούχ
[ɣalabaˈlux]
Μισθ.
γαλαπαλίχ̇ι
[ɣalapaˈlixi]
Φάρασ.
γαραbαλι̂́χ’
[ɣarabaˈlɯx]
Σίλ.
Πληθ.
καλαbαλίκια
[kalabaˈlica]
Σινασσ., Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. καλαμπαλίκι (Mackridge 2021: 77, 116), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kalabalık = πολυκοσμία, όπου και διαλεκτ. τύπ. kalabalıh και galabaluh.
1. Oχλαγωγία, πλήθος, πολυκοσμία
ό.π.τ.
:
Ύστερα ιgεί το βρίσ̑κεται το qαλαbαλι̂́χ, ούλα τρέχ'νε κατόψα τ'
(Ύστερα όλος ο κόσμος που βρίσκεται εκεί, όλοι τρέχουν ξοπίσω του)
Φλογ.
-Dawk.
- Τι κ͑αλαbαλι̂́χ' 'ναι εντό; - Πεθανέ βασ̑ιλιό μας· και να μποίκουμε ένα βασ̑ιλιός
(- Γιατί αυτός εδώ ο κόσμος είναι μαζεμένος; - Πέθανε ο βασιλιάς μας και θα κάνουμε κάποιον βασιλιά)
Φλογ.
-Dawk.
qαμbρός, παρασ̑τηκάμενος, σύντεκνος κι ούλο το qαλαπαλι̂́χ βγαίνισκαν όξω αλλάι
(Ο γαμπρός, ο βοηθός του γαμπρού, ο κουμπάρος και όλος ο κόσμος έβγαιναν έξω με την σειρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
καλαμπάς
2. Σωρός από διάφορα σκεύη και αντικείμενα
Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
β.
Άχρηστα αντικείμενα
Σινασσ., Φλογ.
:
Σο καπνοδόχο μέσα βάλλισκαμ’ τα καλαbαλίκια
(Μέσα στην καπνοδόχο βάζαμε τα άχρηστα αντικείμενα
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
3. Πράγμα, απροσδιόριστο αντικείμενο
Σίλ.
:
Εκεί που πααινούσκασι, είρασι οπ’ καρσού ένα γαραbαλι̂́χ’, ρε ξέρουσι τσ̑όν τ’ είναι
(Εκεί που πηγαίνανε, είδαν μπροστά τους ένα πράγμα, δεν ξέρουν τι είναι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ4