πράμα
(ουσ. ουδ.)
πράμα
[ˈprama]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
πράματα
[ˈpramata]
Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
πράμαdα
[ˈpramada]
Μισθ.
πράμαδα
[ˈpramaða]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. πρᾶγμα. Ο τύπ. πράμα μεσν.
1. Πράγμα, αντικείμενο
ό.π.τ.
:
Ιτούτα τα πράματα βούλα τα πήριν
(Πήρε όλα ετούτα τα πράγματα)
Μαλακ.
-Dawk.
Έχουμ' καλά πράμαδα
(Έχουμε καλά πράγματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ζάτι, καλαμπαλίκι :3, σέι, χανούτι :2
2. Εξημερωμένο εκτρεφόμενο ζώο, κυρ. το πρόβατο
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
:
Χεκέτ ’ντα πράμαδα σου στάβλου
(Βάλτε τα ζώα στον στάβλο )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να σηκωεί πρωί πρωί να ταΐσ̑' ντα πράμαδα
(Να σηκωθεί πρωί πρωί να ταΐσει τα ζώα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
χ̇ερ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς έσ' το νου σου σα πράματα
(Κάθε φορά που βλέπει χνάρια λύκου, έχε στο νου σου στα πρόβατα˙ Πάντα υπάρχουν σημάδια που προμηνύουν το κακό που έρχεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Κουτός, ανόητος
Αξ.
:
Ετό άρχωπος πράμα 'ναι
(Αυτό ο άνθρωπος είναι κουτός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.