ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πράμα (ουσ. ουδ.) πράμα [ˈprama] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Πληθ. πράματα [ˈpramata] Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. πράμαdα [ˈpramada] Μισθ. πράμαδα [ˈpramaða] Μισθ. Από το αρχ. ουσ. πρᾶγμα. Ο τύπ. πράμα μεσν.
1. Πράγμα, αντικείμενο ό.π.τ. : Ιτούτα τα πράματα βούλα τα πήριν (Πήρε όλα ετούτα τα πράγματα) Μαλακ. -Dawk. Έχουμ' καλά πράμαδα (Έχουμε καλά πράγματα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ζάτι, καλαμπαλίκι :3, σέι, χανούτι :2
2. Εξημερωμένο εκτρεφόμενο ζώο, κυρ. το πρόβατο Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. : Χεκέτ ’ντα πράμαδα σου στάβλου (Βάλτε τα ζώα στον στάβλο ) Μισθ. -Κοτσαν. Να σηκωεί πρωί πρωί να ταΐσ̑' ντα πράμαδα (Να σηκωθεί πρωί πρωί να ταΐσει τα ζώα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. χ̇ερ σαμού θωρείς λύκου 'χνάρε, 'ς έσ' το νου σου σα πράματα (Κάθε φορά που βλέπει χνάρια λύκου, έχε στο νου σου στα πρόβατα˙ Πάντα υπάρχουν σημάδια που προμηνύουν το κακό που έρχεται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Κουτός, ανόητος Αξ. : Ετό άρχωπος πράμα 'ναι (Αυτό ο άνθρωπος είναι κουτός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.