ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πράσινος (επίθ.) πράσ̑ινους [ˈpraʃinus] Σίλ. πράσ̑ινο [ˈpraʃino] Ανακ. πράσ̑ινου [ˈpraʃinu] Μισθ. Αρχ. επίθ. πράσινος.
Πράσινος ό.π.τ. : || Φρ. Πράσ̑ινα φασούλια (Πράσινα φασόλια˙ Xλωρά, φρέσκα φασόλια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3 Πράσ̑ινου μούγια (Πράσινη μύγα˙ Χρυσόμυγα, κρεατόμυγα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 To πράσ̑ινο σο αμbέλ’ μας, το κόκκινο σο σπίτ’ μας (Το πράσινο στο αμπέλι μας, το κόκκινο στο σπίτι μας˙ Το έλεγαν βλέποντας τα χρώματα του ουράνιου τόξου ευχόμενοι να έχουν καλή σοδειά και να παντρευτούν γρήγορα τα κορίτσια της οικογένειας) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντου πράσ̑ινου του ’μόν (Το πράσινο είναι δικό μου˙ Το έλεγαν όταν έβλεπαν πράσινο χρώμα στο ουράνιο τόξο, γιατί το θεωρούσαν τυχερό χρώμα για τις καλλιέργειες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γεσίλι