πριχού
(σύνδ.)
πριχού
[priˈxu]
Αραβαν., Σινασσ.
πρίχουμ
[ˈprixum]
Σινασσ.
πίρχουμ
[ˈpirxum]
Σινασσ.
Από το μεσν. σύνδ. πριχού ίσως από το αρχ. πρίν ή το μεταγν. πρὶν οὗ αναλογ. προς τα επιρρ. σε -χου. Το πρίχουμ από το μεσν. πρίχου από το πρίχου με αναβιβαβασμό τόνου ίσως αναλογ. προς το πριν. Το πίρχουμ από το πρίχουμ με μετάθ. του [r] και με -μ ίσως αναλογ. προς το προυμ' = πριν, που μαρτυρείται στην Αξό. Η επιρρηματ. σημ. φαίνεται να είναι νεότ.
Πριν
ό.π.τ.
:
Άνοιξεν ένα σιδεριώνας θύρα κι ούλοι 'σέμαν απέσω κι η θύρα μαναχή της πάλε σφάλησε. Πρίχουμ να σφαλήσ', είδιεν λάμψη
(Άνοιξε μιά σιδερένια πόρτα κι όλοι μπήκαν μέσα και η πόρτα ξανάκλεισε μόνη της. Πριν κλείσει, είδε μιά λάμψη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Άγιε μ' Γιώργη, δώσ' μου την πριχού να σε χαλάσω
(Άγε μου Γιώργη, δώσ' μου την (Χριστιανή που κρύβεις), προτού να χαλάσω την εκκλησία σου)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
όποτε, πιρμή, πριν, προτού