προβιβάζω
(ρ.)
Παθ.
προβαζιέμι
[provaˈzʝemi]
Μισθ.
προβάστα
[proˈvasta]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. προβιβάζω, με ανομοιωτ. απλοποίηση.
Προβιβάζω