ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρόβατο (ουσ.) πρόβατο [ˈprovato] Ανακ., Αξ., Κίσκ., Ποτάμ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ. πρόβoτο [ˈprovoto] Φάρασ. πρόγατο [ˈproɣato] Σίλατ., Φλογ. πρόγατου [ˈproɣatu] Μαλακ. πρόγαdου [ˈproɣadu] Μισθ. πρόγαδου [ˈproɣaðu] Μισθ., Τσαρικ. πρόατο [ˈproato] Μισθ., Ουλαγ. πρόαdου [ˈproadu] Μισθ. Γεν. προγατιού [proɣaˈtçu] Φλογ. Θηλ. προβατσ̑ίνα [provaˈtʃina] Αραβαν., Γούρδ. Από το αρχ. ουσ. πρόβατον.
Πρόβατο, αρνί ό.π.τ. : Βαβά τουν ζενίν 'τουν. Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα τανά (Ο πατέρας τους ήταν πλούσιος. Είχαν και πολλά πρόβατα και ένα μοσχάρι) Αραβαν. -Dawk. Πήγι σα πρόβατα, ντεν ανλάσε ντα πρόατα (Πήγε (βοσκός) στα πρόβατα. Δεν ένιωθε από βόσκημα προβάτων) Μισθ. -Dawk. 'ενότουνε α μέγα σέλι· πήρε τα πρόβατα· σκότ'σεν ντα (Μεταμορφώθηκε σε ένα μεγάλο χείμαρρο· παρέσυρε τα πρόβατα· τα σκότωσε) Φάρασ. -Dawk. Είχαν τσ̑ι απί λία πρόγαdα ντου κάθι σπίτ' (Είχαν και από λίγα πρόβατα το κάθε σπίτι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μι τίνα βόσκεινι πρόγαdα; (Με ποιον βοσκούσε τα πρόβατα;) Μισθ. -Φατ. Πόσα πρόγαδα έχ΄ ντου ναέλι σ'; (Πόσα πρόβατα έχει το κοπάδι σου;) Μισθ. -Κοτσαν. Βόσκεινι πρόγαδα σου γιαζού (Βοσκούσε πρόβατα στον κάμπο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δα πράμαδά τ'νι, δα χτηνά τ'νι, δα πρόαδά τ'νι, ούλα αφήκαν τα 'ντετσ̑ού κάτ' (Τα υπάρχοντά τους, τις αγελάδες τους, τα πρόβατά τους, όλα τα άφησαν εκεί κάτω (στο Μιστί, όταν έφυγαν κατά την Ανταλλαγή)) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να το κρέψω ένα ναγέλ' πρόβατα (Θα του ζητήσω ένα κοπάδι πρόβατα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Φρ. Μαύρο προβατσ̑ίνα (Μαύρη προβατίνα˙ μεγάλη φαρμακερή αράχνη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Ασ' το ψοφισμένο το πρόβατο άλειμμα ντε βγαίν' (Από το ψόφιο το πρόβατο βούτυρο δεν βγαίνει˙ Δεν μπορείς να πάρεις κάτι με οποιαδήποτε αξία από κάτι που είναι εντελώς άχρηστο ή χαλασμένο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. To ντε ξεύρ' να βλάξ̑' το σ̑κυλί φέρ' στα πρόβατα λύκος (Το σκυλί που δεν ξέρει να γαβγίσει φέρνει στα πρόβατα λύκο˙ Όποιος δεν ξέρει να μιλήσει, φέρνε κακό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Εσθένησεν Ακρίτσης μου χρόνον και πένdε μήνες
έγ'ρεψεν αρνιακόν κριας, μαύρου προβάτου γάλα
(Αρρώστησ' ο Ακρίτας μου έναν χρόνο και 5 μήνες
εγύρεψε κρέας αρνιού, μαύρου προβάτου γάλα)
Τελμ. -Αλεκτ.