προζυμιάζω
(ρ.)
προζ̑υμιάζω
[proʒiˈmɲazo]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
Από του ουσ. προζύμι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Αυξάνω την ποσότητα της μαγιάς
ό.π.τ.