προβατιώνα
(ουσ. ουδ.)
προβατιώνα
[provaˈtçona]
Αξ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το ουσ. πρόβατο και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Το μέρος όπου μαντρώνονται τα πρόβατα
ό.π.τ.