ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρήξιμο (ουσ.) πρήξιμο [ˈprιksimo] Γούρδ. προύσιμου [ˈprusimu] Μισθ. προύζημα [ˈpruzima] Ουλαγ. Από το ρ. πρήζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Ο τύπ. προύζημα από το θ. προυζ- και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πρήξιμο ό.π.τ. : Έχου 'να προύσιμου (Έχω ένα πρήξιμο) Μισθ. -Κοτσαν.