πρήξιμο
(ουσ.)
πρήξιμο
[ˈprιksimo]
Γούρδ.
προύσιμου
[ˈprusimu]
Μισθ.
προύζημα
[ˈpruzima]
Ουλαγ.
Από το ρ. πρήζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Ο τύπ. προύζημα από το θ. προυζ- και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πρήξιμο
ό.π.τ.
:
Έχου 'να προύσιμου
(Έχω ένα πρήξιμο)
Μισθ.
-Κοτσαν.