πρήζω
(ρ.)
πρήζω
[ˈprizo]
Φάρασ.
πρήζου
[ˈprizu]
Μισθ.
προύζω
[ˈpruzo]
Φερτάκ.
πρήσκω
[ˈprisko]
Σινασσ.
Παθ.
πρήζουμαι
[ˈprizume]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
πρήσ̑κομαι
[ˈpriʃkome]
Ανακ., Σινασσ., Φλογ.
πρήσ̑κουμαι
[ˈpriʃkume]
Αξ.
προύζομαι
[ˈpruzome]
Ουλαγ.
προύζουμαι
[ˈpruzume]
Φερτάκ.
προύζουμου
[ˈpruzumu]
Σίλ.
προυζιέμι
[pruˈzʝemi]
Μισθ.
Παρατατ.
πρήζουμουν
[ˈprizumun]
Φάρασ.
Αόρ.
πρήστα
[ˈprista]
Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Φλογ.
πρήσ̑τα
[ˈpriʃta]
Αξ., Φάρασ.
προύστα
[ˈprusta]
Μισθ., Ουλαγ.
προύστσ̑ηκα
[ˈpruska]
Σίλ.
προύσκα
[ˈpruska]
Σίλ.
Αόρ.
πρήστα
[ˈprista]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ.
Μτχ.
πρήσμενο
[priˈzmeno]
Γούρδ.
Από το αρχ. ρ. πρήθω με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ.
1. Πρήζω
ό.π.τ.
:
Το κορίτσ̑' πσ̑ίν' γανά γανά, πρήζεται τ' κοιλιά τ'
(Το κορίτσι πίνει χορταστικά (το μολυσμένο νερό), πρήζεται η κοιλιά του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Προύστην καργιά μ'
(Πρήστηκε η κοιλιά μου)
Μισθ.
-Φατ.
Βάλλουν τ' απάνω στο βιλλί τ'νε, προυζιέτι
(Το βάζουν επάνω στο πέος τους (ένα είδοε φλόμου) και αυτό πρήζεται)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πρήστσ̑η το πρέγι μ'
(Πρήστηκε το πόδι μου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Προύστσ̑ηκα τ' σ̑έρι μου
(Πρήστηκα (σ)το χέρι μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πρήσταν τα γουργούρια τ’
(Πρήστηκαν τα λαιμά του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ντα πτάρια τ'νι προύσταν απ' ντου πάγους
(Τα πόδια τους πρήστηκαν από το κρύο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αγριτουρντίζω :2
2. Αμτβ., φουσκώνω
Αραβαν.
:
Ντο τζ̑υμάρ' προύστε
(Το ζυμάρι φούσκωσε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.