ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρήζω (ρ.) πρήζω [ˈprizo] Φάρασ. πρήζου [ˈprizu] Μισθ. προύζω [ˈpruzo] Φερτάκ. πρήσκω [ˈprisko] Σινασσ. Παθ. πρήζουμαι [ˈprizume] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. πρήσ̑κομαι [ˈpriʃkome] Ανακ., Σινασσ., Φλογ. πρήσ̑κουμαι [ˈpriʃkume] Αξ. προύζομαι [ˈpruzome] Ουλαγ. προύζουμαι [ˈpruzume] Φερτάκ. προύζουμου [ˈpruzumu] Σίλ. προυζιέμι [pruˈzʝemi] Μισθ. Παρατατ. πρήζουμουν [ˈprizumun] Φάρασ. Αόρ. πρήστα [ˈprista] Ανακ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Φλογ. πρήσ̑τα [ˈpriʃta] Αξ., Φάρασ. προύστα [ˈprusta] Μισθ., Ουλαγ. προύστσ̑ηκα [ˈpruska] Σίλ. προύσκα [ˈpruska] Σίλ. Αόρ. πρήστα [ˈprista] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ. Μτχ. πρήσμενο [priˈzmeno] Γούρδ. Από το αρχ. ρ. πρήθω με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ.
1. Πρήζω ό.π.τ. : Το κορίτσ̑' πσ̑ίν' γανά γανά, πρήζεται τ' κοιλιά τ' (Το κορίτσι πίνει χορταστικά (το μολυσμένο νερό), πρήζεται η κοιλιά του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Προύστην καργιά μ' (Πρήστηκε η κοιλιά μου) Μισθ. -Φατ. Βάλλουν τ' απάνω στο βιλλί τ'νε, προυζιέτι (Το βάζουν επάνω στο πέος τους (ένα είδοε φλόμου) και αυτό πρήζεται) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πρήστσ̑η το πρέγι μ' (Πρήστηκε το πόδι μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Προύστσ̑ηκα τ' σ̑έρι μου (Πρήστηκα (σ)το χέρι μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πρήσταν τα γουργούρια τ’ (Πρήστηκαν τα λαιμά του) Ανακ. -Κωστ.Α. Ντα πτάρια τ'νι προύσταν απ' ντου πάγους (Τα πόδια τους πρήστηκαν από το κρύο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αγριτουρντίζω :2
2. Αμτβ., φουσκώνω Αραβαν. : Ντο τζ̑υμάρ' προύστε (Το ζυμάρι φούσκωσε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.