πρήσμα
(ουσ.)
πρήσμα
[ˈprizma]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ.
πρήσιμα
[ˈprisima]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. πρῆσμα = φλεγμονή του εντέρου. Η σημ. ‘πρήξιμο' μεσν. Πβ. πρήμ-μα Καλαβρ.
Πρήξιμο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
(κατάρα) Να σι πάρ' του πρήσμα κι του κρούσμα
(Να σε σαρώσει το πρήξιμο και το χτύπημα˙ Να υποφέρεις, να αφανιστείς!)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.