ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πρήσμα (ουσ.) πρήσμα [ˈprizma] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. πρήσιμα [ˈprisima] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. πρῆσμα = φλεγμονή του εντέρου. Η σημ. ‘πρήξιμο' μεσν. Πβ. πρήμ-μα Καλαβρ.
Πρήξιμο ό.π.τ. : || Φρ. (κατάρα) Να σι πάρ' του πρήσμα κι του κρούσμα (Να σε σαρώσει το πρήξιμο και το χτύπημα˙ Να υποφέρεις, να αφανιστείς!) Μαλακ. -Τζιούτζ.