προβατόκκο
(ουσ.)
προβατόκκο
[provaˈtoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. πρόβατο και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Πρόβατο
:
'άν'τα δώσω το βοστζέρη τζ' αραdισθούν τα προβατόκκα
(Θα χτυπήσω τον βοσκό και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα)
Φάρασ.
-Καρολ.