ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προβατόκκο (ουσ.) προβατόκκο [provaˈtoko] Φάρασ. Από το ουσ. πρόβατο και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Πρόβατο : 'άν'τα δώσω το βοστζέρη τζ' αραdισθούν τα προβατόκκα (Θα χτυπήσω τον βοσκό και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα) Φάρασ. -Καρολ.
Τροποποιήθηκε: 08/10/2024