προζύμι
(ουσ.)
προζύμι
[proˈzimi]
Σινασσ., Φερτάκ.
προζύμ'
[proˈzim]
Γούρδ., Τροχ.
προζ̑ύμ'
[proˈʒim]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Φλογ.
προζ̑ούμ'
[proˈʒum]
Μισθ.
προζ̑ύν'
[proˈʒim]
Ουλαγ.
προτζύμ'
[proˈdzim]
Φερτάκ.
Αρσ.
προζύμης
[proˈzimis]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. προζύμιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. προζύμιον = ένζυμο, αλχημικό αντιδραστήριο.
Προζύμι
ό.π.τ.
:
Σταυρώνω το προζ̑ύμ'
(Σταυρώνω το προζύμι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ένα καλός έιξαμ μουλουμένου προζ̑ούμ'
(Καλά που είχαμε κρυμμένο προζύμι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Ο προζύμης του έν' 'σ' το κλέψιμο
(Το προζύμι του είναι από την κλεψιά˙ Όταν κάποιος είναι κλέφτης από τα γονικά του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μαγιά :1