ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

προζύμι (ουσ.) προζύμι [proˈzimi] Σινασσ., Φερτάκ. προζύμ' [proˈzim] Γούρδ., Τροχ. προζ̑ύμ' [proˈʒim] Ανακ., Αξ., Μισθ., Φλογ. προζ̑ούμ' [proˈʒum] Μισθ. προζ̑ύν' [proˈʒim] Ουλαγ. προτζύμ' [proˈdzim] Φερτάκ. Αρσ. προζύμης [proˈzimis] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. προζύμιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. προζύμιον = ένζυμο, αλχημικό αντιδραστήριο.
Προζύμι ό.π.τ. : Σταυρώνω το προζ̑ύμ' (Σταυρώνω το προζύμι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ένα καλός έιξαμ μουλουμένου προζ̑ούμ' (Καλά που είχαμε κρυμμένο προζύμι) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Ο προζύμης του έν' 'σ' το κλέψιμο (Το προζύμι του είναι από την κλεψιά˙ Όταν κάποιος είναι κλέφτης από τα γονικά του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μαγιά :1