ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγιά (ουσ. θηλ.) μαγιά [maˈʝa] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Τροχ., Φάρασ. μαϊά [maiˈa] Ανακ., Μισθ., Σίλ. Αρσ. μαγιάς [maˈʝas] Φάρασ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. maya = μαγιά.
Μαγιά, προζύμι ή πυτιά ό.π.τ. : Ρώσ’ μου νιούγου μαϊά να ποίσουμ’ νούγου τζυρί (Δώσε μου λίγη πυτιά να κάνουμε λίγο τυρί ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Αλέθαμε το ψωμί, το κοσκινίζαμε, το ζυμώναμε, βάνκαμε μαγιά (Αλέθαμε το ψωμί, το κοσκινίζαμε, το ζυμώναμε, βάζαμε μαγιά) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Ζένουμ' ντου γάλα, κονώνουμ' ντου 'ς του τσ̑ουτσ̑ί, βάλλουμ' μαγιά, νίιτι όξινου γάλα (Βράζουμε το γάλα, το αδειάζουμε στο πήλινο δοχείο, βάζουμε πυτιά, γίνεται γιαούρτι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ασ' το ζυμάρ' μέσα το μαγιά πορείς διαλέγεις και βγάλεις το μι; (Τη μαγιά μπορείς να την ξεδιαλέξεις και να την βγάλεις μέσα από το ζυμάρι;) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Πβ. μακάρτι, προζύμι :1