μαγιά
(ουσ. θηλ.)
μαγιά
[maˈʝa]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Τροχ., Φάρασ.
μαϊά
[maiˈa]
Ανακ., Μισθ., Σίλ.
Αρσ.
μαγιάς
[maˈʝas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. maya = μαγιά.
Μαγιά, προζύμι ή πυτιά
ό.π.τ.
:
Ρώσ’ μου νιούγου μαϊά να ποίσουμ’ νούγου τζυρί
(Δώσε μου λίγη πυτιά να κάνουμε λίγο τυρί )
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αλέθαμε το ψωμί, το κοσκινίζαμε, το ζυμώναμε, βάνκαμε μαγιά
(Αλέθαμε το ψωμί, το κοσκινίζαμε, το ζυμώναμε, βάζαμε μαγιά)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Ζένουμ' ντου γάλα, κονώνουμ' ντου 'ς του τσ̑ουτσ̑ί, βάλλουμ' μαγιά, νίιτι όξινου γάλα
(Βράζουμε το γάλα, το αδειάζουμε στο πήλινο δοχείο, βάζουμε πυτιά, γίνεται γιαούρτι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ασ' το ζυμάρ' μέσα το μαγιά πορείς διαλέγεις και βγάλεις το μι;
(Τη μαγιά μπορείς να την ξεδιαλέξεις και να την βγάλεις μέσα από το ζυμάρι;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Πβ.
μακάρτι, προζύμι :1