ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγαράς (ουσ. αρσ.) μαγαράς [maɣaˈras] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. μάγαρα [ˈmaɣara] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλ., Φλογ. μάαρα [ˈmaara] Ουλαγ., Σίλ. Πληθ. μαγαράδε [maɣaˈraðe] Αφσάρ., Κίσκ. μαγαράδα [maɣaˈraða] Σατ., Φκόσ. Από το νεότ. ουσ. μαγαράς (πβ. Διήγ. Βεφ. Μιχρ. 2.1044 «Κείνην τὴν νύκτα ὅληνα ὣς τὸ πουρνὸ ἐφύγαν καὶ μέσα σ’ ἕνα μαγαρὰ μὲς στὰ βουνὰ ἐπῆγαν»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. mağara = α) σπηλιά β) λάκκος. Η λ. και Α. Ρουμελ. Κρήτ. Λέσβ. Πόντ. κ.α.
1. Φυσική σπηλιά ό.π.τ. : Έβγκην σα ρουσ̑ία, ηύρινι α μαγαράς· κάτσινι ΄πέσου του (Βγήκε στις ραχούλες, βρήκε μιά σπηλιά· έκατσε μέσα) Αφσάρ. -Dawk. Σ’ ένα μάγαρα ήσαν σεράνdα κλέφτε (Σε μιά σπηλιά ήταν σαράντα κλέφτες) Γούρδ. -Dawk. Πήγανι σα μαγαράδα να τοπλατίσουνι στυφιδίς (Πήγανε στις σπηλιές να μαζέψουνε ξινήθρες) Τσουχούρ. -VLACH Ατσ̑εί σου ρουσ̑ού τη ρίζα είσ̑ινι α μιτσίκκου μαγαράς (Εκεί στου βουνού την ρίζα είχε μιά μικρή σπηλιά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Γνέντα σα μαγαράδα βγαίνκιν νερό ’σ’ το κάτσι 'πουκάτου (Απέναντι στις σπηλιές έβγαινε νερό από κάτω από τον βράχο) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ388 Συνών. ίνι :1, ινίκι, σπήλο, κελλάρι
2. Τεχνητή, λαξευτή και χτιστή, υπόσκαφη σπηλιά Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. : Τ’ άβου ο μαγαράς ’σου να κώσει είχε συγκομμένα θάλε· πέσου ήτουνε αντί οτάς (Ο άλλος ο μαγαράς γύρω γύρω είχε πελεκημένες πέτρες· μέσα ήταν σαν δωμάτιο) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Α Τα μαγαράδε ήσαντε σα πολύ ζόρε μέρη (Οι μαγαράδες ήτανε στα πολύ δύσβατα μέρη) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Α Μπαίνκαμ’ τσ̑αι σα μαγαράδε τσ̑αι 'υρεύκαμ’ παραδόκκα (Μπαίναμε και στις σπηλιές και ψάχναμε για λεφτά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ίνι :2, καπάγκι, κελλάρι, καταφύγι, τρυπί
β. Εκτεταμένος υπόγειος λαβύρινθος Αραβ., Φκόσ.
3. Στοά μεταλλείου Αραβαν., Φάρασ., Φκόσ. : Ατζεί ήτουν α μαγαράς τζαι βγκαλλίνκαμε σίδερο [ …] Είχε α τρυπί τζαι λένκαμεν dι κι «του σιδεριού ο μαγαράς» ή «του ματενού ο μαγαράς» (Εκεί ήταν μιά σπηλιά (στοά) και βγάζαμε σίδερο [ …] Είχε μιά τρύπα και τη λέγαμε «ο μαγαράς του σίδερου» ή «ο μαγαράς του μεταλλείου») Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
4. Υπέργειο μονόχωρο κτίσμα, συνήθως τετράγωνου σχήματος Τσουχούρ., Φάρασ. : Βκαλλαίνκανι λιάα τεμάτα 'πό 'πουκάτου στο σαχρά, φταίγκαν τα αντί μιτσίκκου μαγαράς (Έβγαζαν λίγα δεμάτια από κάτω από τη θημωνιά, τα έστηναν και έφτιαχναν σαν έναν μικρό μαγαρά) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.