μά
(μόρ.)
μά
[ma]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ.
μάτο
[ˈmata]
Ουλαγ.
ματέτ'
[maˈtet]
Αξ., Ουλαγ.
Τουρκ. δεικτ. μόρ. ma. Ο τύπ. μάτο από τον συνδυασμό του μα με την δεικτ. αντων. το (βλ. λ. αυτός). Ο τύπ. ματέτ' πιθ. με βάση την φρ. μά τα και με επίδρ. του τύπ. προστ. παρέτ' του ρ. παίρνω.
Δεικτικό μόρ., νά, νάτο
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ.
:
Μάτο ντο κρέεις ντο σ̑έι!
(Νάτο το πράγμα που ψάχνεις!)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Mά και τα μεdζιτι-έα σ'!
(Νά και τα λεφτά σου!)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Μά, έπαρ'!
(Νά, πάρε!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αντά :3
β.
Ως προστ., (νά) πάρ(τ)ε!
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ.
:
Ματέτ' ντα σ̑έα σας!
(Νά (πάρτε) τα πράγματά σας!
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μά τα!
(Πάρ' τα!
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Μά ετά το κριάς!
(Πάρε αυτό το κρέας!
)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μά ιτά ντο χατέμ γιουσούκ γκαι άμε ντο βαβά σ'!
(Πάρε αυτό το δαχτυλίδι και πήγαινε στον πατέρα σου!
)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μά ρα τ' παρά κι 'γόρασ' τσ̑όνgιαν σέλεις!
(Πάρε αυτά τα χρήματα και αγόρασε ό,τι θέλεις!
)
Σίλ.
-Dawk.
Μά ιτά του τέρι μ'
(Πάρε αυτό το πόδι μου
)
Μισθ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Μα και ντώζ' με κι εμένα
(Πάρε και δώσ' μου κι εμένα
˙
όταν μιά δουλειά μπορεί να είναι επικερδής για περισσότερα από ένα άτομα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.