μά
(μόρ.)
μά
[ma]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τσαρικ.
Τουρκ. δεικτ. μόρ. ma (Tietze 2018, λ. ma IV).
Δεικτικό μόρ., νά, νάτο, νά πάρε
ό.π.τ.
:
Μά το ντο κρέεις ντο σ̑έι
(Νά το το πράγμα που έψαχνες)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ματέτ' ντα σ̑έα σας
(Νά, πάρτε τα πράγματά σας)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Mά και τα μεdζιτιέ'α σ'!
(Νά και τα λεφτά σου!)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ280
Μά τα
(Πάρ' τα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Μά ρα τ' παρά, κι 'γόρασ' τσ̑όνγκιαν σέλεις
(Νά αυτά τα χρήματα, και αγόρασε ό,τι θέλεις)
Σίλ.
-Dawk.
Μά ιτά dο χατέμ γιουσούκ, γκαι άμε ντο βαβά σ'
(Νά, πάρε αυτό το δαχτυλίδι, και πήγανε στον πατέρα σου)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μά ιτά του τέρι μ'
(Νά πάρε αυτό το ποδάρι μου (λέει το μυρμήγκι))
Μισθ.
-Dawk.
Συνών.
αντά :3