ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μά (μόρ.) μά [ma] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Τσαρικ. Τουρκ. δεικτ. μόρ. ma (Tietze 2018, λ. ma IV).
Δεικτικό μόρ., νά, νάτο, νά πάρε ό.π.τ. : Μά το ντο κρέεις ντο σ̑έι (Νά το το πράγμα που έψαχνες) Ουλαγ. -Κεσ. Ματέτ' ντα σ̑έα σας (Νά, πάρτε τα πράγματά σας) Ουλαγ. -Κεσ. Mά και τα μεdζιτιέ'α σ'! (Νά και τα λεφτά σου!) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Μά τα (Πάρ' τα) Γούρδ. -Καράμπ. Μά ρα τ' παρά, κι 'γόρασ' τσ̑όνγκιαν σέλεις (Νά αυτά τα χρήματα, και αγόρασε ό,τι θέλεις) Σίλ. -Dawk. Μά ιτά dο χατέμ γιουσούκ, γκαι άμε ντο βαβά σ' (Νά, πάρε αυτό το δαχτυλίδι, και πήγανε στον πατέρα σου) Ουλαγ. -Dawk. Μά ιτά του τέρι μ' (Νά πάρε αυτό το ποδάρι μου (λέει το μυρμήγκι)) Μισθ. -Dawk. Συνών. αντά :3