ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μά (μόρ.) μά [ma] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ. μάτο [ˈmata] Ουλαγ. ματέτ' [maˈtet] Αξ., Ουλαγ. Τουρκ. δεικτ. μόρ. ma. Ο τύπ. μάτο από τον συνδυασμό του μα με την δεικτ. αντων. το (βλ. λ. αυτός). Ο τύπ. ματέτ' πιθ. με βάση την φρ. μά τα και με επίδρ. του τύπ. προστ. παρέτ' του ρ. παίρνω.
Δεικτικό μόρ., νά, νάτο Αξ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ. : Μάτο ντο κρέεις ντο σ̑έι! (Νάτο το πράγμα που ψάχνεις!) Ουλαγ. -Κεσ. Mά και τα μεdζιτι-έα σ'! (Νά και τα λεφτά σου!) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 Μά, έπαρ'! (Νά, πάρε!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αντά :3
β. Ως προστ., (νά) πάρ(τ)ε! Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ. : Ματέτ' ντα σ̑έα σας! (Νά (πάρτε) τα πράγματά σας! ) Ουλαγ. -Κεσ. Μά τα! (Πάρ' τα! ) Γούρδ. -Καράμπ. Μά ετά το κριάς! (Πάρε αυτό το κρέας! ) Σινασσ. -Αρχέλ. Μά ιτά ντο χατέμ γιουσούκ γκαι άμε ντο βαβά σ'! (Πάρε αυτό το δαχτυλίδι και πήγαινε στον πατέρα σου! ) Ουλαγ. -Dawk. Μά ρα τ' παρά κι 'γόρασ' τσ̑όνgιαν σέλεις! (Πάρε αυτά τα χρήματα και αγόρασε ό,τι θέλεις! ) Σίλ. -Dawk. Μά ιτά του τέρι μ' (Πάρε αυτό το πόδι μου ) Μισθ. -Dawk. || Παροιμ. Μα και ντώζ' με κι εμένα (Πάρε και δώσ' μου κι εμένα ˙ όταν μιά δουλειά μπορεί να είναι επικερδής για περισσότερα από ένα άτομα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.