μαβλαντίζω
(ρ.)
μαβλαdι̂́ζω
[mavlaˈdɯzo]
Αξ.
μαβλαdώ
[mavlaˈdo]
Ανακ.
Από τον αορ. mavladı του τουρκ. ρ. mavlamak = νιαουρίζω.
Νιαουρίζω
ό.π.τ.