ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγγαντζής (ουσ. αρσ.) μανgαντζής [maŋganˈdʒis] Αξ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ. Πληθ. μανgαντζήδε [maŋganˈdʒiðe] Φλογ. μανgαντζήε [maŋganˈdʒie] Αξ., Τροχ. Από το ουσ. μάγγανο και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Χειριστής του μάγγανου, εργάτης σε ελαιοπιεστήριο ό.π.τ. : Ασ’ α Βλοητά και Αξό μανgαντζήε ερχόταν στο χωριό μας (Από τα Φλογητά και την Αξό έρχονταν οι χειριστές του μάγγανου στο χωριό μας) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.