μαγγαντζής
(ουσ. αρσ.)
μανgανdζής
[maŋganˈdʒis]
Αξ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ.
Πληθ.
μανgανdζήδε
[maŋganˈdʒiðe]
Φλογ.
μανgανdζήε
[maŋganˈdʒie]
Αξ., Τροχ.
Από το ουσ. μάγγανο και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Χειριστής του μάγγανου, εργάτης σε ελαιοπιεστήριο
ό.π.τ.
:
Ασ’ α Βλοητά και Αξό μανgανdζήε ερχόταν στο χωριό μας
(Από τα Φλογητά και την Αξό έρχονταν οι χειριστές του μάγγανου στο χωριό μας)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.