ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαβί (επίθ.) μαβί [maˈvi] Αξ., Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. (< αραβ.) επίθ. mavi = μπλε.
Μπλε ό.π.τ. : Μάνα, αμ μποίκεις παιγί, σ̑τήξε μαβί μπαϊράχ', κι άμ μποίκεις κορίτσ̑', σ̑τήξε αχ̑'λό (Μάνα, αν κάνεις αγόρι, σήκωσε μπλε σημαία, κι αν κάνεις κορίτσι, σήκωσε κόκκινη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πβ. βένετος, τσινί :1