ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσινί (ουσ. ουδ.) τσινί [tsiˈni] Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. τσ̑ινί [tʃiˈni] Αξ., Μαλακ., Μισθ. Θηλ. τσινή [tsiˈni] Φερτάκ. Πληθ. τσινιά [tsiˈɲa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. çini = α) ποσρελάνη β) διαλεκτ., ανοιχτό γαλάζιο (Καραποτόσογλου 2003: 217), πιθ. απώτερα από το αρχ. επίθ. κυανοῦς.
1. Γαλάζιο, μπλε χρώμα ό.π.τ. : Είχιν ντυό τσινιά μάτια αν τα γαλάτσια (είχε δύο μπλε μάτια σαν τα κουμπιά) Μισθ. -Κοτσαν. Τσινί τασ̑ί (Γαλαζόπετρα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. ουρανί
2. Για ανθρώπους, ξανθός και γαλανομάτης Τροχ.