ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσίνα (ουσ.) τσ̑ίνα ['tʃina] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. τσ̑ίνες ['tʃines] Αραβαν., Ουλαγ. τσίνες ['tsines] Γούρδ. τσίνις ['tsinis] Μαλακ., Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. ζήνη = σπουργίτι, πβ. Κυραν. 3.14.1t «Ζήνη ἐστὶ στρουθίον τοῦ θεοῦ Διός». Πβ. το κοινό ν.ε. τσόνι = σπίνος. Απαντά και ως β΄ συνθ. σε τουρκ. ονόμ. πουλιών, π.χ. guvercin = περιστέρι. Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 216-217) πιθ. απώτερα ηχομιμητ. Πβ. διαβολτσίνα
1. Πουλί Αξ., Σεμέντρ. : Σκορπίχαμ’, γέναμ ’ ας τσ̑ίνας τα φτερά (Σκορπίσαμε, γίναμε σαν του πουλιού τα φτερά (φτερά στον άνεμο)) Αξ. -Παυλίδ.
β. Μικρό πουλί Γούρδ., Ουλαγ.
2. Χελιδόνι Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ. : Τουν ερώδαν ντα τσίνις ερόδουν τσι νάνοιξ΄ (όταν έρχονταν τα χελιδόνια ερχόταν και η άνοιξη) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. διαβολτσίνα, χελιδόνι, ψαλιδίστρα
3. Σπουργίτι Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. : Σόνα ντο πατισ̑αχιού ντο σπίτ ήρταν ερυό τσ̑ίνες (μετά στου βασιλιά το σπίτι ήρθαν δύο σπουργίτια) Ουλαγ. -Dawk. Το ντεβέ έν'νε τσ̑ίνα (η καμήλα έγινε σπουργίτι) Ουλαγ. -Dawk. Εκού το qουτί μέσα έν τρία τσ̑ίνες (μέσα στο κουτί είναι τρία σπουργίτια) Ουλαγ. -Dawk. || Φρ. Κατακωλά τσίνις (κυνηγάει σπουργίτια˙ είναι γυναικοθήρας) Μαλακ. -Τζιούτζ.