τσιπ
(επίθ.)
τσ̑ιπ
[tʃip]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
τσιπ
[tsip]
Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
τ͑σ̑ιπ͑
[tʰʃipʰ]
Φάρασ.
τζ̑ιπ
[dʒip]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. cip = εντελώς, πολύ (βλ. και Symeonidis 1971- 1972: 149). Η λ. και Πόντ.
1. Ως επίθ., όλος-όλοι
ό.π.τ.
:
Τσ̑ιπ σωρέφτανι τσ̑υνογάροι
(Συγκεντρώθκαν όλοι οι αετοί)
Αφσάρ.
-Dawk.
Τσαλιστιέγκανι τσιπ οι χορώτοι αντί μελίσ̑σ̑α
(Δούλευαν όλοι οι χωρικοί σαν μέλισσες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
'γώ είμαι ο ̟πατισάχος τσιπ του ρουσού τσαι του ορμανού των τζαναβαρίουν
(Εγώ είμαι ο βασιλιάς όλων των θηρίων του βουνού και του δάσους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
'α στριγγήσουμε 'δέ τσ̑ιπ του Βαρασ̑ού τα φσ̑άχε, 'ς χωριστούνε 'ς ε μοίρα τσ̑αι 'στέρου 'ς χωρίσουν αdζ̑είνοι την τσ̑ουφαλέν τουν
(Ας φωνάξουμε εδώ όλα τα παιδιά των Φαράσων, ας μπουν σε μιά ομάδα κι ας ορίσουν εκείνοι τον επικεφαλής τους)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
Τσ̑ίπ τα λαχτύλε παραπάρε τζ̑ού 'νdαι
(Όλα τα δάχτυλά σου ίδια δεν είναι˙ Το κάθε τι έχει τα χαρακτηριστικά του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
όλος
β.
Και με παράλειψη του ουσ.
ό.π.τ.
:
Είπαν τ͑σ̑ιπ͑ τουν μο τ΄ε' στόμας
(Το είπαν όλοι τους με ένα στόμα
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τσίπ μας σηκώθαμ' α φορά ταρνά
(Όλοι μας σηκωθήκαμε αμέσως γρήγορα
)
Φάρασ.
-Αρχέλ.
2. Ολόκληρος
ό.π.τ.
:
Το 'λεύρι τσ̑ιπ πλέρωσαν ντα
(Το κατανάλωσαν όλο το αλεύρι)
Φάρασ.
-Dawk.
σ̑α Δώδεκα Βαγγέλια σωρευούτουν τσιπ το χωρίο σ̑ην εκκλεσία
(Στα Δώδεκα Ευαγγέλια μαζευόταν όλο το χωριό στην εκκλησία)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.