ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσινεντίζω (ρ.) τ͑σ̑ιγνατίζω [tʰʃiɣna'tizo] Φάρασ. τσιναΐζου [tsina'izu] Μισθ. τ͑σ̑ιγνατώ [tʰʃiɣna'to] Φάρασ. τσ̑ινεdώ [tʃineˈdo] Δίλ. τσιννετώ [tʃinneˈto] Φλογ. τσιν-νεdού [tsinnne'du] Ουλαγ. Προστ. τσ̑ινέdα [tʃiˈneda] Μισθ. Αόρ. τσινάτ'σα [tsiˈnatsa] Μισθ. τσινέσα [tsiˈnesa] Σεμέντρ. Από το τουρκ. ρ. çiğnemek = α) μασώ β) πατώ, ποδοπατώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. çι̂nemek.
1. Πατώ Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φλογ. : Τσ̑ινέdα μι λίου (πάτησέ με λίγο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσινέσα το, το φίζ’ ψόφ’σε (Το πάτησα, το φίδι ψόφησε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Βάλλισ̑καμ' κι άρχυο σο τσ̑αμούρ και τσ̑ινέντανάν το μι τα πουδάρα και σουβάταναν το (Βάζαμε και άχυρο στη λάσπη και το πάταγαν με τα ποδάρια και το χρησιμοποιούσαν για σοβά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Καταπατώ ό.π.τ. : Τσινάτ'σις ντου κόμμα μ' (Καταπάτησες το χωράφι μου) Μισθ. -Κοτσαν. Nτά πρόγαδα σ’ τσινάτσιαν ντου χωράφι μ' (τα πρόβατά σου πάτησαν στο χωράφι μου) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Μασώ Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φλογ. : Ντο στόμα τ' έχ̑' μάστικα γκαι τσιν-νεdά (στο στόμα της έχει μαστίχα και μασά) Ουλαγ. -Κεσ. Τσινάδα δου καλά (Μάσησε το καλά) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γκαβντώ :1, κιαμουρτίζω :1, μασιέμαι