τσιμπώ
(ρ.)
τσιμbώ
[tsimˈbo]
Γούρδ., Μισθ., Σινασσ.
τσ̑ιμbώ
[tʃimˈbo]
Αξ., Μαλακ.
τζιμbώ
[dzimˈbo]
Σινασσ.
τσιμbάου
[tsimˈbau]
Φάρασ.
τσ̑ιμντώ
[tʃimˈdo]
Φλογ.
Παρατατ.
τζίμbανα
[ˈdzimbana]
Σινασσ.
Αόρ.
τσ̑ίμbσα
['tʃimbsa]
Αξ.
Αόρ.
τσίμσα
['tsimsa]
Μαλακ., Φλογ.
Από το μεσν. ρ. τσιμπῶ (και τσιμπίζω).
1. Κεντρίζω, τσιμπώ
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
:
Το 'μό το στρώσ̑η έχ' αγκάθια και τσ̑ιμdούν με
(Το στρώμα μου έχει αγκάθια και με τσιμπάνε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Κι εκείνος 'ταν την φίλανε, τ' ἄστρα ούλ' αγματούσαν
Κι εκείνος 'ταν την τζίμbανε, ο ήλιος εκρυβόταν (Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κεντώ
Κι εκείνος 'ταν την τζίμbανε, ο ήλιος εκρυβόταν (Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. κεντώ