ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιμπώ (ρ.) τσιμbώ [tsimˈbo] Γούρδ., Μισθ., Σινασσ. τσ̑ιμbώ [tʃimˈbo] Αξ., Μαλακ. τζιμbώ [dzimˈbo] Σινασσ. τσιμbάου [tsimˈbau] Φάρασ. τσ̑ιμντώ [tʃimˈdo] Φλογ. Παρατατ. τζίμbανα [ˈdzimbana] Σινασσ. Αόρ. τσ̑ίμbσα ['tʃimbsa] Αξ. Αόρ. τσίμσα ['tsimsa] Μαλακ., Φλογ. Από το μεσν. ρ. τσιμπῶ (και τσιμπίζω).
1. Κεντρίζω, τσιμπώ Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. : Το 'μό το στρώσ̑η έχ' αγκάθια και τσ̑ιμdούν με (Το στρώμα μου έχει αγκάθια και με τσιμπάνε) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Ασμ. Κι εκείνος 'ταν την φίλανε, τ' ἄστρα ούλ' αγματούσαν
Κι εκείνος 'ταν την τζίμbανε, ο ήλιος εκρυβόταν
(Κι εκείνος όταν την φίλαγε, τα άστρα όλα μάτωναν
Kι εκείνος όταν την τσίμπαγε, ο ήλιος εκρυβόταν)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. κεντώ
2. Αρμέγω Αξ. : Το χτήνο τσ̑ίμbσα το (την αγελάδα την άρμεξα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αλμέγω
3. Πειράζω, ενοχλώ Φάρασ. Συνών. βαρώ, λαχαίνω :2, ντοχαντίζω, σοϊλετουρντίζω, φτάνω