δάκνω
(ρ.)
δάκνω
[ˈðakno]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
δάκνου
[ˈðaknu]
Σεμέντρ., Φάρασ.
ντάκνω
[ˈdakno]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ.
δάκου
[ˈðaku]
Μαλακ.
ντάκου
[ˈdaku]
Μισθ., Τσαρικ.
ράκνου
[ˈraknu]
Σίλ.
Παρατατ.
δάκνισ̑κα
[ˈðakniʃka]
Φλογ.
ντάκνισκα
[ˈdakniska]
Μισθ.
δακνίνκα
[ðaˈkninka]
Φάρασ.
Αόρ.
έδακα
[ˈeðaka]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
έdακα
[ˈedaka]
Μισθ.
έρακα
[ˈeraka]
Σίλ.
ράκησα
[ˈracisa]
Σίλ.
Προστ.
δάκε
[ˈðace]
Τελμ., Φλογ.
δάκ'
[ðak]
ράκ'
[rak]
Σίλ.
δάκα
[ˈðaka]
Μισθ.
Παθ. Μτχ.
δακμένου
[ðakˈmenu]
Φάρασ.
ντακμένου
[dakˈmenu]
Μισθ.
νταgμένου
[dagˈmenu]
Μισθ.
ντακνημένο
[dakniˈmeno]
Ουλαγ.
Αρχ. ρ. δάκνω.
1. Δαγκώνω
ό.π.τ.
:
Μη με δάκνεις
(Μη με δαγκώνεις)
Φάρασ.
-Dawk.
Mαστιχέεις, μαστιχέεις, ντάκεις, ντάκεις
(Mασάς, μασάς, δαγκώνεις, δαγκώνεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Το στσ̑υλί έκωσε απιδά, έκωσεν απιτζ̑ά, έδατζ̑εν πουά νομάτοι
(Το σκυλί γύρισε αποδώ, γύρισε αποκεί, δάγκωσε πολλούς ανθρώπους)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Με ντου τρώς ντου ψωμί, τσ̑είδι νταgμένου απ’ του πινdικός
(Μην το τρως το ψωμί, είναι δαγκωμένο απ' τον ποντικό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έρακί μου μιά του σ̑έρι μου
(Μου έδωσε μιά δαγκωνιά στο χέρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ράκ' του μιά
(Δώσ' του μιά δαγκανιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έdακα ναχείλα μ'
(Δάγκωσα το χείλι μου)
Μισθ.
-Μακρ.
Δάκ' τονε σα μισίδια τ'
(Τον δαγκώνει στο πρόσωπο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Σον το γουdουσ̑' το σ̑κυλί μη ντάκνεις
(Σαν το λυσσασμένο σκυλί μη δαγκώνεις˙ για τους γκρινιάρηδες και κακούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αντί γουτούζι στσ̑υλί μη δάκνεις
(Σαν λυσσασμένο σκυλί μην δαγκώνεις˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ντάκνει ήρθε
(Αυτός που δαγκώνει ήρθε˙ για τον φοροεισπράκτορα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το να ντάκ' το σ̑κυλί, τα ντόνια τ' ντέν ντα ντείχ'
(Το σκυλί που θα δαγκώσει, τα δόντια του δεν τα δείχνει˙ Να φοβάσαι το μη προφανές)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Παροιμ.
Το ντεμ μπορείς να ντάκεις το χέρ' φίλα το
(Το χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις φίλα το˙ Όταν δεν μπορείς να υπερισχύσεις πρέπει να συμβιβάζεσαι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Για δάκε ασ' σο μαράσκηνο, για δάκ' ασ' σο σταφύλι
(Για δάγκωσε απ'το δαμάσκηνο, για δάγκωσε απ' το σταφύλι)
Τελμ.
-Lag.
2. Για έντομα, τσιμπώ
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ψύος τζ̑ο δάκνει σε
(Ψύλλος δεν σε τσιμπάει εσένα˙ για τους αδιάφορους, καρφί δεν σου καίγεται)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
δαγκάνω :2