κεντώ
(ρ.)
κενdώ
[cenˈdo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
γκενdώ
[ɟenˈdo]
Αξ., Μαλακ.
τσ̑ενdάου
[tʃenˈdau]
Τσουχούρ., Φάρασ.
τσ̑ενdάγω
[tʃenˈdaɣo]
Φάρασ.
Παρατατ.
κένdανα
[ˈcendana]
Ανακ., Σίλατ.
Αόρ.
γκέντ'σα
[ˈɟentsa]
Αξ.
τσ̑έντ'σ̑α
[tʃenˈtʃa]
Τσουχούρ.
κένσα
[ˈcensa]
Σινασσ.
Παθ. Μτχ.
κενdημένο
[kendiˈmeno]
Σινασσ.
τσ̑ενdημένο
[tʃendiˈmeno]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. κεντῶ.
1. Τσιμπώ, κεντρίζω
ό.π.τ.
:
Γκέντ'σε με το μελίσ̑σ̑'
(Με τσίμπησε η μέλισσα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Και λέχ' το φίθ': «Να σε κενdήσω»
(Και λέει το φίδι "θα σε δαγκώσω»)
Φλογ.
-Dawk.
Τσ̑ενdάν μες μο το βουτσ̑έντρι
(Μας κεντρίζουν με το βουκέντρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Έφυνι, τζ̑o μα τσ̑έντσινι
(Έφυγε, δεν μας τσίμπησε, ενν. το φίδι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Άμε να σε κενdήσ'!
(Άντε να σε δαγκώσει, ενν. ο διάβολος˙ αρά)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Τo γαϊρίδι σόπου 'άv’dα τσ̑ενdείς πολύ, για 'α σε σ̑έσει, για 'α σε 'αχτίσει
(Το γαϊδούρι όσο το κεντρίζεις πολύ, ή θα σε χέσει ή θα σε κλωτσήσει˙ Η υπομονή έχει και τα όριά της)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τ' αγκάθ' από μικρό κενdά
(Το αγκάθι κεντρίζει από μικρό˙ ο κακός χαρακτήρας φαίνεται από την παιδική ηλικία)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ξυμυτίζω :2, τουρτώ, τσιμπώ
2. Κεντώ ύφασμα με κλωστή
Ανακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ.
:
Ένα μέρα 'πότε κένdανεν, το βολόν' σέμην σο χέρι τ'
(Μια μέρα που κένταγε, το βελόνι μπήκε στο χέρι της)
Σίλατ.
-Dawk.
Πιάσα και κένσα ένα λινό πεσκίρ'
(Έπιασα και κέντησα μιά λινή πετσέτα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ένα μανdήλ' σο Γαλατά το 'φαίνισ̑καν, σο Μπέιογλου το κένdαναν
(Ένα μαντήλι, στον Γαλατά το ύφαιναν, στο Πέραν το κεντούσαν)
Ανακ.
-Κωστ.Α.