ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεντώ (ρ.) κενdώ [cenˈdo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. γκενdώ [ɟenˈdo] Αξ., Μαλακ. τσ̑ενdάου [tʃenˈdau] Τσουχούρ., Φάρασ. τσ̑ενdάγω [tʃenˈdaɣo] Φάρασ. Παρατατ. κένdανα [ˈcendana] Ανακ., Σίλατ. Αόρ. γκέντ'σα [ˈɟentsa] Αξ. τσ̑έντ'σ̑α [tʃenˈtʃa] Τσουχούρ. κένσα [ˈcensa] Σινασσ. Παθ. Μτχ. κενdημένο [kendiˈmeno] Σινασσ. τσ̑ενdημένο [tʃendiˈmeno] Φάρασ. Αρχ. ρ. κεντῶ.
1. Τσιμπώ, κεντρίζω ό.π.τ. : Γκέντ'σε με το μελίσ̑σ̑' (Με τσίμπησε η μέλισσα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Και λέχ' το φίθ': «Να σε κενdήσω» (Και λέει το φίδι "θα σε δαγκώσω») Φλογ. -Dawk. Τσ̑ενdάν μες μο το βουτσ̑έντρι (Μας κεντρίζουν με το βουκέντρι) Φάρασ. -Παπαδ. Έφυνι, τζ̑o μα τσ̑έντσινι (Έφυγε, δεν μας τσίμπησε, ενν. το φίδι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Άμε να σε κενdήσ'! (Άντε να σε δαγκώσει, ενν. ο διάβολος˙ αρά) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Τo γαϊρίδι σόπου 'άv’dα τσ̑ενdείς πολύ, για 'α σε σ̑έσει, για 'α σε 'αχτίσει (Το γαϊδούρι όσο το κεντρίζεις πολύ, ή θα σε χέσει ή θα σε κλωτσήσει˙ Η υπομονή έχει και τα όριά της) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' αγκάθ' από μικρό κενdά (Το αγκάθι κεντρίζει από μικρό˙ ο κακός χαρακτήρας φαίνεται από την παιδική ηλικία) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. ξυμυτίζω :2, τουρτώ, τσιμπώ
2. Κεντώ ύφασμα με κλωστή Ανακ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ. : Ένα μέρα 'πότε κένdανεν, το βολόν' σέμην σο χέρι τ' (Μια μέρα που κένταγε, το βελόνι μπήκε στο χέρι της) Σίλατ. -Dawk. Πιάσα και κένσα ένα λινό πεσκίρ' (Έπιασα και κέντησα μιά λινή πετσέτα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ένα μανdήλ' σο Γαλατά το 'φαίνισ̑καν, σο Μπέιογλου το κένdαναν (Ένα μαντήλι, στον Γαλατά το ύφαιναν, στο Πέραν το κεντούσαν) Ανακ. -Κωστ.Α.