κεπενέκι
(ουσ. ουδ.)
κεπενέκ'
[cepeˈnek]
Μισθ.
κιαπανάκα
[capaˈnaka]
Τσαρικ.
Πληθ.
κεπενέκια
[cepeˈneca]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kepenek = ποιμενικό αμάνικο πανωφόρι από τσόχα.
Kάπα από χονδρό ύφασμα, κετσέ.