κεπενέκι
(ουσ. ουδ.)
κεπενέκ'
[cepeˈnek]
Μισθ.
κεπενέκα
[cepeˈneka]
Αξ.
κιαπανάκα
[capaˈnaka]
Τσαρικ.
Πληθ.
κ͑επενέκια
[kʰepeˈneca]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kepenek = ποιμενικό αμάνικο πανωφόρι από τσόχα.
Kάπα ή πανωφόρι από χονδρό ύφασμα, κετσέ
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025