κεπαζές
(επίθ.)
κεπαζέ
[cepaˈze]
Αραβαν.
κεπεζές
[cepeˈzes]
Σινασσ.
κ͑επ͑εζές
[kʰepʰeˈzes]
Φάρασ.
κ͑α̈́π͑α̈ζα̈́ς
[kʰæpʰæˈzæs]
Αφσάρ.
Θηλ.
κ͑επ͑εζού
[kʰepʰeˈzu]
Φάρασ.
κ͑α̈́π͑α̈ζού
[kʰæpʰæˈzu]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. kepaze, όπου και διαλεκτ. τύπ. kepeze = α) ξεδιάντροπος, ξεφτιλισμένος β) αστείος, γελοίος.
Γελοίος
ό.π.τ.