κεπίρι
(επίθ.)
κεπίρι
[ceˈpiri]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kepir = α) βαλτώδες, άγονο έδαφος β) κακοτράχαλο έδαφος (THADS, λ. kepir Ι).
Aνισόπεδος, τραχύς, ανώμαλος
:
Κεπίρι στράτα
(Ανώμαλος δρόμος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β