κεντίδι
(ουσ. ουδ.)
κεντζ̑ίρι
[cenˈdʒiri]
Αραβαν., Γούρδ.
Πιθ. από το μεταγν. ή μεσν. ουσ. κεντρίον > κεντρί και το υποκορ. επίθμ. -ίδι με αναλογ. επίδρ. του ρ. κεντώ.
Πβ.
κεντάρι
2. Τσουκνίδα
Αραβαν.