ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κενάρι (ουσ. ουδ.) κ͑ενάρι [kʰeˈnari] Φάρασ. κενάρ' [ceˈnar] Αραβαν., Ουλαγ., Φερτάκ. κενέρ' [ceˈner] Τελμ. κιανάρ' [caˈnar] Αξ., Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. kenar (< περσ. kanār/kinār) = α) όριο, σύνορο, άκρο β) περιθώριο γ) υστερόγραφο δ) απόμερη γωνιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. kener.
1. Άκρη ό.π.τ. : Παίνισ̑καν απ' ντενιζιού ντο κενάρ' (Πήγαιναν από την άκρη της λίμνης) Ουλαγ. -Κεσ. Ήρτεν ’ς ένα ντενgιζ̑ιού κενέρ' (Έφτασε στην άκρη μιας λίμνης) Τελμ. -Dawk. || Παροιμ. Ντράνα το κενάρι τ' κι έπαρ' τό πανί (Κοίτα την άκρη του (δηλ. την ούγια του) και πάρε το πανί˙ από απλές ενέργειες φαίνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. άκρα :1, κάχι :1, λώμα :2
β. Περίμετρος, το γύρω-γύρω Φάρασ., Φλογ. : 'φόν έρτη ναίκα κατακωλά τα παιδιά τ' ασ' τουνdουριού το κιανάρ (Όταν έρχεται η γυναίκα, διώχνει τα παιδιά (που κάθονταν για να ζεσταθούν) γύρω από το τουντούρι ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Πλάι ό.π.τ.