κενάρι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ενάρι
[kʰeˈnari]
Φάρασ.
κενάρ'
[ceˈnar]
Αραβαν., Ουλαγ., Φερτάκ.
κενέρ'
[ceˈner]
Τελμ.
κιανάρ'
[caˈnar]
Αξ., Φλογ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kenar (< περσ. kanār/kinār) = α) όριο, σύνορο, άκρο β) περιθώριο γ) υστερόγραφο δ) απόμερη γωνιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. kener.
1. Άκρη
ό.π.τ.
:
Παίνισ̑καν απ' ντενιζιού ντο κενάρ'
(Πήγαιναν από την άκρη της λίμνης)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ήρτεν ’ς ένα ντενgιζ̑ιού κενέρ'
(Έφτασε στην άκρη μιας λίμνης)
Τελμ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Ντράνα το κενάρι τ' κι έπαρ' τό πανί
(Κοίτα την άκρη του (δηλ. την ούγια του) και πάρε το πανί˙ από απλές ενέργειες φαίνεται ο χαρακτήρας του ανθρώπου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
άκρα :1, κάχι :1, λώμα :2
β.
Περίμετρος, το γύρω-γύρω
Φάρασ., Φλογ.
:
'φόν έρτη ναίκα κατακωλά τα παιδιά τ' ασ' τουνdουριού το κιανάρ
(Όταν έρχεται η γυναίκα, διώχνει τα παιδιά (που κάθονταν για να ζεσταθούν) γύρω από το τουντούρι
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Πλάι
ό.π.τ.