κενές
(ουσ. αρσ.)
κενές
[ceˈnes]
Φάρασ.
κα̈να̈́ς
[cæˈnæs]
Αφσάρ.
κ͑ενέ
[kʰeˈne]
Φλογ.
γκενές
[ɟeˈnes]
Μαλακ., Μισθ.
γκιανά
[ɟaˈna]
Μισθ.
Πληθ.
κανάδια
[kaˈnaðʝa]
Ανακ.
γκενέδια
[ɟeˈneðʝa]
Μισθ., Τσαρικ.
γκιανέια
[ɟaˈneja]
Μισθ.
γκενέροι
[ɟeˈneri]
Σίλ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kene (< περσ. kana) = α) τσιμπούρι β) μτφ., ο καρπός της ρετσινολαδιάς.
Τσιμπούρι
ό.π.τ.
:
Mέγα-μικρό γκενές
(Μεγάλο-μικρό τσιμπούρι, διαφορετικά είδη τσιμπουριών)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Απάνου τ’ γουζί ηύρα ρυό γκενέροι
(Aπάνω στο πρόβατο βρήκα δύο τσιμπούρια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
τσιμούρι