ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κενές (ουσ. αρσ.) κενές [ceˈnes] Φάρασ. κα̈να̈́ς [cæˈnæs] Αφσάρ. κ͑ενέ [kʰeˈne] Φλογ. γκενές [ɟeˈnes] Μαλακ., Μισθ. γκιανά [ɟaˈna] Μισθ. Πληθ. κανάδια [kaˈnaðʝa] Ανακ. γκενέδια [ɟeˈneðʝa] Μισθ., Τσαρικ. γκιανέια [ɟaˈneja] Μισθ. γκενέροι [ɟeˈneri] Σίλ. Aπό το τουρκ. ουσ. kene (< περσ. kana) = α) τσιμπούρι β) μτφ., ο καρπός της ρετσινολαδιάς.
Τσιμπούρι ό.π.τ. : Mέγα-μικρό γκενές (Μεγάλο-μικρό τσιμπούρι, διαφορετικά είδη τσιμπουριών) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Απάνου τ’ γουζί ηύρα ρυό γκενέροι (Aπάνω στο πρόβατο βρήκα δύο τσιμπούρια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. τσιμούρι