κενέφι
(ουσ. ουδ.)
κ͑ενέφι
[kʰeˈnefi]
Φάρασ.
κ͑α̈να̈́φι
[kʰæˈnæfi]
Αφσάρ.
κ͑ενέφ'
[kʰeˈnef]
Αξ., Σίλατ.
κ͑ενάφ'
[kʰeˈnaf]
Αξ.
qενέ
[qeˈne]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. kenef (< αραβ. kanaf) = αποχωρητήριο. Η λ. και Κρήτ.