πόρεψη
(ουσ. θηλ.)
πόρεψη
[ˈporepsi]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. πόρευσις. Ο τύπ. και η σημ. νεότ., στον Σομ. Βλ. και Κορ. Άτ. 4.13.
Απόπατος
:
Με το μαχανά να πάγ' στην πόρεψη μαίν' στο στάβλο και σφάζ' το χτήνιο
(Με την πρόφαση να πάει στο αποχωρητήριο μπαίνει στο στάβλο και σφάζει την αγελάδα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Μανdάλω τη θύρα κι ας πάγω τσαγό στην πόρεψη
(Μαντάλωσε την πόρτα κι ας πάω λίγο στον απόπατο)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
|| Παροιμ.
Όσο ανακατώνεις την πόρεψη βρωμά
(Όσο ανακατεύεις τον απόπατο βρωμάει˙ Όσο μπλέκεται κανείς σε μιά κακή υπόθεση, γίνεται χειρότερα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αναγκαίο, χεσιώνα