ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πόρεψη (ουσ. θηλ.) πόρεψη [ˈporepsi] Σινασσ. Από το αρχ. ουσ. πόρευσις. Ο τύπ. και η σημ. νεότ., στον Σομ. Βλ. και Κορ. Άτ. 4.13.
Απόπατος : Με το μαχανά να πάγ' στην πόρεψη μαίν' στο στάβλο και σφάζ' το χτήνιο (Με την πρόφαση να πάει στο αποχωρητήριο μπαίνει στο στάβλο και σφάζει την αγελάδα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Μανdάλω τη θύρα κι ας πάγω τσαγό στην πόρεψη (Μαντάλωσε την πόρτα κι ας πάω λίγο στον απόπατο) Σινασσ. -Λεύκωμα || Παροιμ. Όσο ανακατώνεις την πόρεψη βρωμά (Όσο ανακατεύεις τον απόπατο βρωμάει˙ Όσο μπλέκεται κανείς σε μιά κακή υπόθεση, γίνεται χειρότερα) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αναγκαίο, χεσιώνα