ποντικοφαγωμένος
(επίθ.)
πινdικοφαημένου
[pindikofaiˈmenu]
Μισθ.
Από το νεοτ. επίθ. ποντικοφαγωμένος, το οπ. από το ουσ. ποντικός και την μτχ. φαγωμένος του ρ. τρώω.
Ποντικοφαγωμένος, αυτός που τον έχει φάει ποντίκι