ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποροφορώ (ρ.) Υποτ. ποροφορώσου Σίλ. Κατά τον Κωστάκη (1968: 187), πιθ. από το νεότ. ρ. πορφυροφορέω -ῶ = φορώ πορφυρό ένδυμα.
Μόνο ως ευχή γάμου, να παντρέψεις το παιδί σου : Να ποροφορώσ' τα τέκνα σ' (Να παντρευτούν τα παιδιά σου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να ποροφορώσ' κό σ' του παιρί (Να παντρευτεί το δικό σου το παιδί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Και στα παιριά σας, να τα προφορώσητ' (Και στα παιδιά σας, να τα παντρέψετε) Σίλ. -Κωστ.Σ.