πορτιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
π͑ορτ͑ιέσιμα
[pʰortʰiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. πορτιέω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Ξεπήδημα