ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποσί (ουσ. ουδ.) ποσ̑ί [poˈʃi] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ. ποσ' [pos] Σινασσ. Από το παλαιότ. τουρκ. και διαλεκτ. ουσ. puşu = α) ελαφρύ τουρμπάνι που φορούσαν οι στρατιώτες β) είδος μαντηλιού που τυλίγεται στο κεφάλι, όπου και τύπ. poşu (Redhouse, THADS, λ. puşu I, TSS, λ. poşu).
Χρωματιστός κεφαλόδεσμος ό.π.τ. : Ετά το πόσ' κρέμασ' το στο κεφάλ' του αλόγου (Αυτό το μαντήλι κρέμασέ το στο κεφάλι του αλόγου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Μεταξώνα π͑οσ̑ί (Μεταξωτός κεφαλόδεσμος) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γεμενί, γιασμάκι, γιασμάς