ποσί
(ουσ. ουδ.)
ποσ̑ί
[poˈʃi]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ.
ποσ'
[pos]
Σινασσ.
Από το παλαιότ. τουρκ. και διαλεκτ. ουσ. puşu = α) ελαφρύ τουρμπάνι που φορούσαν οι στρατιώτες β) είδος μαντηλιού που τυλίγεται στο κεφάλι, όπου και τύπ. poşu (Redhouse, THADS, λ. puşu I, TSS, λ. poşu).