ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποταμίζομαι (ρ.) ποταμίζομαι [potaˈmizome] Φάρασ. Μτχ. ποταμισμένος [potamiˈzmenos] Φάρασ. Aπό το μεσν. ρ. ποταμίζω = ρέω ως ποταμός.
Παρασύρομαι από το ποτάμι, πνίγομαι : || Παροιμ. Του ποταμίζεται ο νομάτ', αρατίζει αν τσ̑αλούσ' να πιέσει (Ο άνθρωπος που πνίγεται ψάχνει ένα ξερόκλαδο να πιάσει˙ Ο απελπισμένος αναζητά την ελάχιστη ελπίδα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο ποταμισμένος στο σέλι τζ̑ο φοβείται (Ο πνιγμένος δε φοβάται το ρέμα˙ Όταν έχουμε ήδη πάθει ένα κακό δεν έχουμε πια τίποτα να φοβηθούμε) Φάρασ. -Ανδρ.