ποταμίζομαι
(ρ.)
ποταμίζομαι
[potaˈmizome]
Φάρασ.
Μτχ.
ποταμισμένος
[potamiˈzmenos]
Φάρασ.
Aπό το μεσν. ρ. ποταμίζω = ρέω ως ποταμός.
Παρασύρομαι από το ποτάμι, πνίγομαι
:
|| Παροιμ.
Του ποταμίζεται ο νομάτ', αρατίζει αν τσ̑αλούσ' να πιέσει
(Ο άνθρωπος που πνίγεται ψάχνει ένα ξερόκλαδο να πιάσει˙ Ο απελπισμένος αναζητά την ελάχιστη ελπίδα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο ποταμισμένος στο σέλι τζ̑ο φοβείται
(Ο πνιγμένος δε φοβάται το ρέμα˙ Όταν έχουμε ήδη πάθει ένα κακό δεν έχουμε πια τίποτα να φοβηθούμε)
Φάρασ.
-Ανδρ.