ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πότεμα (ουσ. ουδ.) πότεμα [ˈpotema] Φάρασ., Φλογ. Από το αρχ. ουσ. πότημα = α) φίλτρο β) γουλιά, πόση.
Πιοτό ό.π.τ. : Το σ̑ειμό πουά έργατα τζ̑οὔχαμε· πολύ φάεμα τσ̑αι πότεμα είχαμ' (Το χειμώνα δεν είχαμε πολλές δουλειές· είχαμε πολύ φαγητό και ποτό) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Ωσαργάς σα δεντρά αποκάτω τα τραγώδια, τι παιχνήματα, τι ποτέματα, τι τραγώδια! (Μέχρι αργά το βράδυ κάτω από τα δέντρα τραγουδάγαμε, τι χοροί, τι πιοτά, τι τραγούδια!) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812