πότεμα
(ουσ. ουδ.)
πότεμα
[ˈpotema]
Φάρασ., Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. πότημα = α) φίλτρο β) γουλιά, πόση.
Πιοτό
ό.π.τ.
:
Το σ̑ειμό πουά έργατα τζ̑οὔχαμε· πολύ φάεμα τσ̑αι πότεμα είχαμ'
(Το χειμώνα δεν είχαμε πολλές δουλειές· είχαμε πολύ φαγητό και ποτό)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ωσαργάς σα δεντρά αποκάτω τα τραγώδια, τι παιχνήματα, τι ποτέματα, τι τραγώδια!
(Μέχρι αργά το βράδυ κάτω από τα δέντρα τραγουδάγαμε, τι χοροί, τι πιοτά, τι τραγούδια!)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812