ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτούρ (ουσ. ουδ.) ποτούρ [poˈtur] Ανακ., Σίλατ. Από το νεότ. ουσ. ποτούρ (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 25.6.77 «περιπατοῦντες μὲ σειρὰν ἀπὸ δύο, σαρὶ δολαμαλῆδες καὶ αὐτοί, καὶ μὲ ποτοὺρ σαλβάρια μαβγεια»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. potur (< αρμεν. potor) = είδος παντελονιού, βράκα.
Είδος στενής βράκας, παντελόνι της ανδρικής παραδοσιακής ενδυμασίας ό.π.τ.