πουγούρι
(ουσ. ουδ.)
πουγούρι
[puˈɣuri]
Φάρασ.
πουχούρνι
[puˈxurni]
Αραβ.
Από το τουρκ. buğur =αρσενική καμήλα της Βακτριανής, όπου και διαλεκτ. τύπ. puğur και puhur (TSS, λ. buğur II, Tietze 2016: λ. buğur I /bohur/puhur, THADS, λ. puğur).