ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλάτης (ουσ. ουδ.) πουλάτης [puˈlatis] Μισθ. πουλάτσ̑ης [puˈlatʃis] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. pulat και pulat (< περσ. pūlād) = α) ατσάλι β) δύναμη γ) διαλεκτ., μαγνήτης (Tietze 2018: λ. polat και λ. pulad/pulat).
1. Ατσαλι : Πουλάτης να χέκει (Να κάνει ατσάλι, δηλ. να ατσαλώσει το πολυχρησιμοποιημένο υνί) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Μαγνήτης Αραβαν. Συνών. μαγνήτης, μιχλαντούζ