πουλάτης
(ουσ. ουδ.)
πουλάτης
[puˈlatis]
Μισθ.
πουλάτσ̑ης
[puˈlatʃis]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. pulat και pulat (< περσ. pūlād) = α) ατσάλι β) δύναμη γ) διαλεκτ., μαγνήτης (Tietze 2018: λ. polat και λ. pulad/pulat).
1. Ατσαλι
:
Πουλάτης να χέκει
(Να κάνει ατσάλι, δηλ. να ατσαλώσει το πολυχρησιμοποιημένο υνί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.