ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλόπο (ουσ. ουδ.) πουλόπο [pu'lopo] Τελμ. πουλούπο [pu'lupo] Τελμ. Από το ουσ. πουλί και το παραγωγ. επίθμ. -όπο.
Μτφ., θωπευτ., «πουλάκι», παιδί : || Ασμ. Τι τα ποίκες τα παιδιά μου; Τι τα ποίκες τα πολούπα μου; (Τι τα έκανες τα παιδιά μου; Τι τα έκανες τα πουλάκια μου;) Τελμ. -Lag. Συνών. γέννημα :2, ντόλι, παιδί :1, παιδόκκο, τέκνο
Τροποποιήθηκε: 23/08/2025