πουλί
(ουσ. ουδ.)
πουλί
[pu'li]
Αξ., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ., Χαλβάντ.
Από το μεσν. ουσ. πουλί (< λατιν. pullus = μικρό ζώου, πουλάκι, κοτόπουλο).
1. Πουλί
ό.π.τ.
:
Πάνου ένι α μέγο πουλί
(Πάνω ήταν ένα μεγάλο πουλί)
Φάρασ.
-Dawk.
Μες σον ύπνο του 'πέσου 'νεκρώστην αν πολύ γλυτζύ λαλία 'νος πουλίου
(Μέσα στον ύπνο του άκουσε ένα πολύ γλυκό κελάηδημα πουλιού)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Äτα̈́ τη μία έφαγάν τα τσ̑ιπ το κοτσ̑ί τα πουλία
(Αυτή τη φορά τα πουλιά έφαγαν όλους τους σπόρους)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Φρ.
Θεού πουλί
(Πουλί του θεού˙ Το σπουργίτι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Πουλού γα
(Του πουλιού το γάλα˙ Αφθονία αγαθών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Παραγείσ' πουλί, ψυχή τ' πέττασεν 'ς τα ουράνια
(Παραδείσου πουλί (ήταν), η ψυχή του πέταξε στα ουράνια˙ Για θάνατο μικρού παιδιού)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μ' ένα νιχέρ' έκρουγε ερυό πουλιά
(Με μία πέτρα χτύπησε δύο πουλιά˙ Με μία προσπάθεια πέτυχε πολλαπλά καλά αποτελέσματα)
Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Μό τ' α θάλι δώκα δύο πουλιά.
(Με τη μία πέτρα χτύπησα δύο πουλιά˙ Το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Μο 'ς χώρας τα σ̑έρε πιέσε φίδε, μο 'ς χώρας τα σ̑έρε πουλία μη πιένεις
(Με ξένα χέρια πιάσε φίδια, με ξένα χέρια πουλιά μην πιάνεις˙ Χρησιμοποίησε τους ξένους μόνο για επικίνδυνες δουλειές, αλλά μην εμπιστεύεσαι δικές σου δουλειές σε ξένους)
Φάρασ.
-Κελεκ.
β.
Κοτόπουλο, κλωσσόπουλο
Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
:
Όρνισας το πουλί
(Το πουλί της κότας
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κολόκα αφήν' κανά πουλί;
(Η κότα άφησε κανένα πουλί;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ένα κουλούκα με τα πουλιά τ'
(Μια κλώσσα με τα κλωσσόπουλά της
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Έσ’κα μιά όρνισα να βγάλει πουλιά
(Έβαλα μιά κότα να γεννήσει κλωσσόπουλα
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Νέο μελίσσι
Μαλακ., Τσουχούρ.
:
Δώτσ̑εν πουλία να βκάουμ' καό μέλι
(Έδωσε νέο μελίσσι, να βγάλουμε καλό μέλι)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
3. Προσφώνηση οικειότητας
Μισθ.
:
Σκόλια ντε πήα τσ̑αού, πουλί μου
(Σχολείο δεν πήγα εδώ, πουλί μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
4. Το πέος μικρού παιδιού
Κίσκ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Τα 'φτάλμε σου σο πουλλίν ντου
(Τα μάτια σου στο πουλί του˙ Το έλεγε η μητέρα όταν κάποιος καμάρωνε τον γιο της, ώστε να να μη τον ματιάσει )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
5. Στον πληθ., εσωτερικά εξαρτήματα της κλειδαριάς
Αξ.