ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλί (ουσ. ουδ.) πουλί [pu'li] Αξ., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ., Χαλβάντ. Από το μεσν. ουσ. πουλί (< λατιν. pullus = μικρό ζώου, πουλάκι, κοτόπουλο).
1. Πουλί ό.π.τ. : Πάνου ένι α μέγο πουλί (Πάνω ήταν ένα μεγάλο πουλί) Φάρασ. -Dawk. Μες σον ύπνο του 'πέσου 'νεκρώστην αν πολύ γλυτζύ λαλία 'νος πουλίου (Μέσα στον ύπνο του άκουσε ένα πολύ γλυκό κελάηδημα πουλιού) Φάρασ. -Παπαδ. Äτα̈́ τη μία έφαγάν τα τσ̑ιπ το κοτσ̑ί τα πουλία (Αυτή τη φορά τα πουλιά έφαγαν όλους τους σπόρους) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Φρ. Θεού πουλί (Πουλί του θεού˙ Το σπουργίτι) Σινασσ. -Αρχέλ. Πουλού γα (Του πουλιού το γάλα˙ Αφθονία αγαθών) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Παραγείσ' πουλί, ψυχή τ' πέττασεν 'ς τα ουράνια (Παραδείσου πουλί (ήταν), η ψυχή του πέταξε στα ουράνια˙ Για θάνατο μικρού παιδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μ' ένα νιχέρ' έκρουγε ερυό πουλιά (Με μία πέτρα χτύπησε δύο πουλιά˙ Με μία προσπάθεια πέτυχε πολλαπλά καλά αποτελέσματα) Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Μό τ' α θάλι δώκα δύο πουλιά. (Με τη μία πέτρα χτύπησα δύο πουλιά˙ Το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μο 'ς χώρας τα σ̑έρε πιέσε φίδε, μο 'ς χώρας τα σ̑έρε πουλία μη πιένεις (Με ξένα χέρια πιάσε φίδια, με ξένα χέρια πουλιά μην πιάνεις˙ Χρησιμοποίησε τους ξένους μόνο για επικίνδυνες δουλειές, αλλά μην εμπιστεύεσαι δικές σου δουλειές σε ξένους) Φάρασ. -Κελεκ.
β. Κοτόπουλο, κλωσσόπουλο Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. : Όρνισας το πουλί (Το πουλί της κότας ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κολόκα αφήν' κανά πουλί; (Η κότα άφησε κανένα πουλί; ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ένα κουλούκα με τα πουλιά τ' (Μια κλώσσα με τα κλωσσόπουλά της ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έσ’κα μιά όρνισα να βγάλει πουλιά (Έβαλα μιά κότα να γεννήσει κλωσσόπουλα ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Νέο μελίσσι Μαλακ., Τσουχούρ. : Δώτσ̑εν πουλία να βκάουμ' καό μέλι (Έδωσε νέο μελίσσι, να βγάλουμε καλό μέλι) Φάρασ. -Ιορδαν.
3. Προσφώνηση οικειότητας Μισθ. : Σκόλια ντε πήα τσ̑αού, πουλί μου (Σχολείο δεν πήγα εδώ, πουλί μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
4. Το πέος μικρού παιδιού Κίσκ., Φάρασ. : || Φρ. Τα 'φτάλμε σου σο πουλλίν ντου (Τα μάτια σου στο πουλί του˙ Το έλεγε η μητέρα όταν κάποιος καμάρωνε τον γιο της, ώστε να να μη τον ματιάσει ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
5. Στον πληθ., εσωτερικά εξαρτήματα της κλειδαριάς Αξ.