πουλπούλι
(ουσ. ουδ.)
πουλπούλι
[pulˈpuli]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bülbül = αηδόνι. Πβ. νεότ. ουσ. μπιλπούλι (πβ. Καλλίν. Ἐπιστ. 3.1.93 «ἐκλεκτὸ δένδρο διὰ μπιλπούλια»).
Αηδόνι
:
Ο νομάτ' πουσ̑μάνεψιν τα του πι-έσιν το πουλπούλι
(Ο άνθρωπος μετάνιωσε που το έπιασε το αηδόνι)
Φάρασ.
-Bağr.
Σο τάλι πάνου ένι αν πουλπούλι του λαλεί ζόρε
(Στο κλαδί επάνω είναι ένα αηδόνι που κελαηδάει πανέμορφα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
κουφολαγηνάς