πουρμάς
(ουσ. αρσ.)
πουρμάς
[puˈrmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. burma = α) στρίψιμο β) επίθ., στριφτός γ) διαλεκτ., στριφτό μαλλί για γνέσιμο δ) χόρτο που συστρέφεται για να αποξηρανθεί ε) ξηρό σύκο. Πβ. ποντ. πουρμά = χόρτα συστραμμένα και κρεμασμένα για αποξήρανση.
Η κουλούρα του μαλλιού για γνέσιμο
Φάρασ.