ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουρμάς (ουσ. αρσ.) πουρμάς [puˈrmas] Φάρασ. Από το τουρκ. burma = α) στρίψιμο β) επίθ., στριφτός γ) διαλεκτ., στριφτό μαλλί για γνέσιμο δ) χόρτο που συστρέφεται για να αποξηρανθεί ε) ξηρό σύκο. Πβ. ποντ. πουρμά = χόρτα συστραμμένα και κρεμασμένα για αποξήρανση.
Η κουλούρα του μαλλιού για γνέσιμο Φάρασ.